μωαμεθανισμός

μωαμεθανισμός
ο магометанство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μωαμεθανισμός" в других словарях:

  • μωαμεθανισμός — Βλ. λ. ισλαμισμός. * * * ο θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ, ο ισλαμισμός, ο μουσουλμανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mohammedanism. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Κων. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • μωαμεθανισμός — ο η θρησκεία που ίδρυσε ο προφήτης Μωάμεθ, ο ισλαμισμός, ο μουσουλμανισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… …   Dictionary of Greek

  • μουσουλμανισμός — ο η θρησκεία τών μουσουλμάνων, μωαμεθανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσουλμάνος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — ο 1. η θρησκεία του Μωάμεθ, ο μωαμεθανισμός, ο μουσουλμανισμός. 2. το σύνολο των μωαμεθανικών λαών και ο πολιτισμός τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσουλμανισμός — ο η θρησκεία των μουσουλμάνων, ο μωαμεθανισμός, ο ισλαμισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»